Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ληκυθίζω
ληκύθιον
λήκυθος
ληκυθουργός
λῆμα
ληματιάω
λημάω
λήμη
λῆμμα
Λήμνιος
λημνίσκος
Λημνόθεν
Λῆμνος
Ληναικός
ληναῖος
Ληναΐτης
Ληναιών
Λῆναι
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
View word page
λημνίσκος
λημνίσκος λημνίσκος, ὁ, λῆνος a woollen fillet or riband, Lat. taenia, Plut., etc.
ShortDef
a woollen fillet
Debugging
Headword:
λημνίσκος
Headword (normalized):
λημνίσκος
Headword (normalized/stripped):
λημνισκος
IDX:
19582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19602
Key:
lhmni/skos
Data
{'content': 'λημνίσκος\n λημνίσκος, ὁ,\n λῆνος\n a woollen fillet or riband, Lat. taenia, Plut., etc.', 'key': 'lhmni/skos'}