Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ληϊστής
ληϊστός
ληϊστύς
ληΐστωρ
ληῖτις
λήϊτον
ληκέω
ληκυθίζω
ληκύθιον
λήκυθος
ληκυθουργός
λῆμα
ληματιάω
λημάω
λήμη
λῆμμα
Λήμνιος
λημνίσκος
Λημνόθεν
Λῆμνος
Ληναικός
View word page
ληκυθουργός
ληκυθουργός ληκῠθ-ουργός, όν *ἔργω making oil-flasks, Plut.
ShortDef
making oil-flasks
Debugging
Headword:
ληκυθουργός
Headword (normalized):
ληκυθουργός
Headword (normalized/stripped):
ληκυθουργος
IDX:
19575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19595
Key:
lhkuqourgo/s
Data
{'content': 'ληκυθουργός\n ληκῠθ-ουργός, όν\n *ἔργω\n making oil-flasks, Plut.', 'key': 'lhkuqourgo/s'}