Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ληθεδών
λήθη
λῆθος
ληϊάς
ληϊβοτήρ
ληΐδιος
ληΐζομαι
ληϊνόμος
λήϊον
ληΐς
ληϊστήρ
ληϊστής
ληϊστός
ληϊστύς
ληΐστωρ
ληῖτις
λήϊτον
ληκέω
ληκυθίζω
ληκύθιον
λήκυθος
View word page
ληϊστήρ
ληϊστήρ ληϊστήρ, ῆρος, Epic form of λῃστής, a robber, esp. a pirate, rover, Od.

ShortDef

a robber

Debugging

Headword:
ληϊστήρ
Headword (normalized):
ληϊστήρ
Headword (normalized/stripped):
ληιστηρ
IDX:
19564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19584
Key:
lhisth/r

Data

{'content': 'ληϊστήρ\n ληϊστήρ, ῆρος,\n Epic form of λῃστής,\n a robber, esp. a pirate, rover, Od.', 'key': 'lhisth/r'}