Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ληθαργικός
λήθαργος
ληθεδανός
ληθεδών
λήθη
λῆθος
ληϊάς
ληϊβοτήρ
ληΐδιος
ληΐζομαι
ληϊνόμος
λήϊον
ληΐς
ληϊστήρ
ληϊστής
ληϊστός
ληϊστύς
ληΐστωρ
ληῖτις
λήϊτον
ληκέω
View word page
ληϊνόμος
ληϊνόμος ληϊ-νόμος, ον νέμω dwelling in the country, Anth.
ShortDef
dwelling in the country
Debugging
Headword:
ληϊνόμος
Headword (normalized):
ληϊνόμος
Headword (normalized/stripped):
ληινομος
IDX:
19561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19581
Key:
lhino/mos
Data
{'content': 'ληϊνόμος\n ληϊ-νόμος, ον\n νέμω\n dwelling in the country, Anth.', 'key': 'lhino/mos'}