Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λῆδος
λήθαιος
ληθαργικός
λήθαργος
ληθεδανός
ληθεδών
λήθη
λῆθος
ληϊάς
ληϊβοτήρ
ληΐδιος
ληΐζομαι
ληϊνόμος
λήϊον
ληΐς
ληϊστήρ
ληϊστής
ληϊστός
ληϊστύς
ληΐστωρ
ληῖτις
View word page
ληΐδιος
ληΐδιος ληΐδιος, α, ον ληΐς taken as booty, captive, Anth.

ShortDef

taken as booty, captive

Debugging

Headword:
ληΐδιος
Headword (normalized):
ληΐδιος
Headword (normalized/stripped):
ληιδιος
IDX:
19559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19579
Key:
lhi/dios

Data

{'content': 'ληΐδιος\n ληΐδιος, α, ον\n ληΐς\n taken as booty, captive, Anth.', 'key': 'lhi/dios'}