Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λῆδον
λῆδος
λήθαιος
ληθαργικός
λήθαργος
ληθεδανός
ληθεδών
λήθη
λῆθος
ληϊάς
ληϊβοτήρ
ληΐδιος
ληΐζομαι
ληϊνόμος
λήϊον
ληΐς
ληϊστήρ
ληϊστής
ληϊστός
ληϊστύς
ληΐστωρ
View word page
ληϊβοτήρ
ληϊβοτήρ ληϊ-βοτήρ, ῆρος, λήϊον crop-consuming, crop destroying: fem., σῦς ληιβότειρα, Od.
ShortDef
crop-consuming, crop-destroying
Debugging
Headword:
ληϊβοτήρ
Headword (normalized):
ληϊβοτήρ
Headword (normalized/stripped):
ληιβοτηρ
IDX:
19558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19578
Key:
lhiboth/r
Data
{'content': 'ληϊβοτήρ\n ληϊ-βοτήρ, ῆρος,\n λήϊον\n crop-consuming, crop destroying: fem., σῦς ληιβότειρα, Od.', 'key': 'lhiboth/r'}