Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ληδάριον
λῆδον
λῆδος
λήθαιος
ληθαργικός
λήθαργος
ληθεδανός
ληθεδών
λήθη
λῆθος
ληϊάς
ληϊβοτήρ
ληΐδιος
ληΐζομαι
ληϊνόμος
λήϊον
ληΐς
ληϊστήρ
ληϊστής
ληϊστός
ληϊστύς
View word page
ληϊάς
ληϊάς poet. fem. of ληίδιος taken prisoner, captive, Il.

ShortDef

taken prisoner, captive

Debugging

Headword:
ληϊάς
Headword (normalized):
ληϊάς
Headword (normalized/stripped):
ληιας
IDX:
19557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19577
Key:
lhia/s

Data

{'content': 'ληϊάς\n poet. fem. of ληίδιος\n taken prisoner, captive, Il.', 'key': 'lhia/s'}