Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λεωφόρος
λήγω
ληδάριον
λῆδον
λῆδος
λήθαιος
ληθαργικός
λήθαργος
ληθεδανός
ληθεδών
λήθη
λῆθος
ληϊάς
ληϊβοτήρ
ληΐδιος
ληΐζομαι
ληϊνόμος
λήϊον
ληΐς
ληϊστήρ
ληϊστής
View word page
λήθη
λήθη λήθη, Doric λάθα, ἡ, λανθάνω a forgetting, forgetfulness, Lat. oblivio, Il., Attic; λ. παρέχειν, ἐμποιεῖν Plat.; εἰς λήθην ἐμβάλλειν τινά Aeschin., etc. after Hom., a place of oblivion in the lower world, Simon., etc.

ShortDef

a forgetting, forgetfulness

Debugging

Headword:
λήθη
Headword (normalized):
λήθη
Headword (normalized/stripped):
ληθη
IDX:
19555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19575
Key:
lh/qh

Data

{'content': 'λήθη\n λήθη, Doric λάθα, ἡ,\n λανθάνω\n a forgetting, forgetfulness, Lat. oblivio, Il., Attic; λ. παρέχειν, ἐμποιεῖν Plat.; εἰς λήθην ἐμβάλλειν τινά Aeschin., etc.\n after Hom., a place of oblivion in the lower world, Simon., etc.', 'key': 'lh/qh'}