Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λέων
λεωργός
λέως
λεωσφέτερος
λεωφόρος
λήγω
ληδάριον
λῆδον
λῆδος
λήθαιος
ληθαργικός
λήθαργος
ληθεδανός
ληθεδών
λήθη
λῆθος
ληϊάς
ληϊβοτήρ
ληΐδιος
ληΐζομαι
ληϊνόμος
View word page
ληθαργικός
ληθαργικός ληθαργικός, ή, όν drowsy, Anth. from λήθαργος
ShortDef
drowsy
Debugging
Headword:
ληθαργικός
Headword (normalized):
ληθαργικός
Headword (normalized/stripped):
ληθαργικος
IDX:
19551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19571
Key:
lhqargiko/s
Data
{'content': 'ληθαργικός\n ληθαργικός, ή, όν\n drowsy, Anth.\n from λήθαργος', 'key': 'lhqargiko/s'}