Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λεχεποίης
λεχήρης
λέχοσδε
λέχος
λέχριος
λέχρις
λεχώϊος
λεχώ
Λεωκόρειον
λέων
λεωργός
λέως
λεωσφέτερος
λεωφόρος
λήγω
ληδάριον
λῆδον
λῆδος
λήθαιος
ληθαργικός
λήθαργος
View word page
λεωργός
λεωργός λε-ωργός, όν adv. λέως, ἔργω one who will do anything, i. e. audacious, villainous, a knave, Aesch.; λεωργότατος Xen.

ShortDef

one who will do anything

Debugging

Headword:
λεωργός
Headword (normalized):
λεωργός
Headword (normalized/stripped):
λεωργος
IDX:
19542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19562
Key:
lewrgo/s

Data

{'content': 'λεωργός\n λε-ωργός, όν\n adv. λέως, ἔργω\n one who will do anything, i. e. audacious, villainous, a knave, Aesch.; λεωργότατος Xen.', 'key': 'lewrgo/s'}