Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λεύω
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχεποίης
λεχήρης
λέχοσδε
λέχος
λέχριος
λέχρις
λεχώϊος
λεχώ
Λεωκόρειον
λέων
λεωργός
λέως
λεωσφέτερος
λεωφόρος
λήγω
View word page
λέχριος
λέχριος λέχριος, α, ον slanting, slantwise, crosswise, Lat. obliquus, Soph., Eur.:—metaph., πάντα γὰρ λ. τἀν χεροῖν all the business in hand is cross, Soph. from λέχρῐς

ShortDef

slanting, slantwise, crosswise

Debugging

Headword:
λέχριος
Headword (normalized):
λέχριος
Headword (normalized/stripped):
λεχριος
IDX:
19536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19556
Key:
le/xrios

Data

{'content': 'λέχριος\n λέχριος, α, ον\n slanting, slantwise, crosswise, Lat. obliquus, Soph., Eur.:—metaph., πάντα γὰρ λ. τἀν χεροῖν all the business in hand is cross, Soph.\n from λέχρῐς', 'key': 'le/xrios'}