Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λεύω
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχεποίης
λεχήρης
λέχοσδε
λέχος
λέχριος
λέχρις
λεχώϊος
λεχώ
Λεωκόρειον
λέων
λεωργός
λέως
View word page
λεχήρης
λεχήρης λε-χήρης, ες *ἄρω bed-ridden, Eur.
ShortDef
bed-ridden
Debugging
Headword:
λεχήρης
Headword (normalized):
λεχήρης
Headword (normalized/stripped):
λεχηρης
IDX:
19533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19553
Key:
lexh/rhs
Data
{'content': 'λεχήρης\n λε-χήρης, ες\n *ἄρω\n bed-ridden, Eur.', 'key': 'lexh/rhs'}