Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λεύω
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχεποίης
λεχήρης
λέχοσδε
λέχος
λέχριος
λέχρις
λεχώϊος
λεχώ
Λεωκόρειον
View word page
λεχαῖος
λεχαῖος λεχαῖος, α, ον λέχος in bed, τέκνα λεχαῖα nestlings, Aesch.

ShortDef

in bed

Debugging

Headword:
λεχαῖος
Headword (normalized):
λεχαῖος
Headword (normalized/stripped):
λεχαιος
IDX:
19530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19550
Key:
lexai=os

Data

{'content': 'λεχαῖος\n λεχαῖος, α, ον\n λέχος\n in bed, τέκνα λεχαῖα nestlings, Aesch.', 'key': 'lexai=os'}