Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχροος
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λεύω
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχεποίης
λεχήρης
λέχοσδε
λέχος
λέχριος
View word page
λευσμός
λευσμός λευσμός, οῦ, λεύω a stoning, Aesch.

ShortDef

a stoning

Debugging

Headword:
λευσμός
Headword (normalized):
λευσμός
Headword (normalized/stripped):
λευσμος
IDX:
19526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19546
Key:
leusmo/s

Data

{'content': 'λευσμός\n λευσμός, οῦ,\n λεύω\n a stoning, Aesch.', 'key': 'leusmo/s'}