Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχροος
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λεύω
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχεποίης
λεχήρης
λέχοσδε
λέχος
View word page
λεύσιμος
λεύσιμος λεύσῐμος, ον λεύω stoning, Eur.; λ. καταφθοραί or θάνατος death by stoning, Eur.; λ. ἀραί curses that will end in stoning, Aesch.
ShortDef
stoning
Debugging
Headword:
λεύσιμος
Headword (normalized):
λεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
λευσιμος
IDX:
19525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19545
Key:
leu/simos
Data
{'content': 'λεύσιμος\n λεύσῐμος, ον\n λεύω\n stoning, Eur.; λ. καταφθοραί or θάνατος death by stoning, Eur.; λ. ἀραί curses that will end in stoning, Aesch.', 'key': 'leu/simos'}