Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχροος
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λεύω
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχεποίης
λεχήρης
λέχοσδε
View word page
λευρός
λευρός λευρός, ά, όν λεῖος smooth, level, even, Od., Aesch., Eur. smooth, polished, Pind.
ShortDef
smooth, level, even
Debugging
Headword:
λευρός
Headword (normalized):
λευρός
Headword (normalized/stripped):
λευρος
IDX:
19524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19544
Key:
leuro/s
Data
{'content': 'λευρός\n λευρός, ά, όν\n λεῖος\n smooth, level, even, Od., Aesch., Eur.\n smooth, polished, Pind.', 'key': 'leuro/s'}