Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχροος
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λεύω
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχεποίης
View word page
λευκώλενος
λευκώλενος λευκ-ώλενος, ον ὠλένη white-armed, Hom., Hes.

ShortDef

white-armed

Debugging

Headword:
λευκώλενος
Headword (normalized):
λευκώλενος
Headword (normalized/stripped):
λευκωλενος
IDX:
19522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19542
Key:
leukw/lenos

Data

{'content': 'λευκώλενος\n λευκ-ώλενος, ον\n ὠλένη\n white-armed, Hom., Hes.', 'key': 'leukw/lenos'}