Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχροος
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λεύω
λεχαῖος
λεχεποίη
View word page
λευκόω
λευκόω λευκόω, fut. -ώσω λευκός to make white: λ. πόδα to bare the foot, Anth.:—Mid., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα to whiten their shields, Xen.:—Pass. to be or become white, Pind.

ShortDef

to make white

Debugging

Headword:
λευκόω
Headword (normalized):
λευκόω
Headword (normalized/stripped):
λευκοω
IDX:
19521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19541
Key:
leuko/w

Data

{'content': 'λευκόω\n λευκόω,\n fut. -ώσω\n λευκός\n to make white: λ. πόδα to bare the foot, Anth.:—Mid., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα to whiten their shields, Xen.:—Pass. to be or become white, Pind.', 'key': 'leuko/w'}