Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχροος
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λεύω
λεχαῖος
View word page
λευκόχρως
λευκόχρως λευκό-χρως, ωτος, white-skinned, Theocr.

ShortDef

white-skinned

Debugging

Headword:
λευκόχρως
Headword (normalized):
λευκόχρως
Headword (normalized/stripped):
λευκοχρως
IDX:
19520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19540
Key:
leuko/xrws

Data

{'content': 'λευκόχρως\n λευκό-χρως, ωτος,\n white-skinned, Theocr.', 'key': 'leuko/xrws'}