Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχροος
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λεύω
View word page
λευκόχροος
λευκόχροος λευκό-χρους, ουν χρόα of white complexion: heterocl. acc. λευκόχροα κόμαν Eur.

ShortDef

of pale complexion

Debugging

Headword:
λευκόχροος
Headword (normalized):
λευκόχροος
Headword (normalized/stripped):
λευκοχροος
IDX:
19519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19539
Key:
leuko/xrous

Data

{'content': 'λευκόχροος\n λευκό-χρους, ουν\n χρόα\n of white complexion: heterocl. acc. λευκόχροα κόμαν Eur.', 'key': 'leuko/xrous'}