Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχροος
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
View word page
λευκοχίτων
λευκοχίτων λευκο-χίτων (ῐ), ωνος, white-coated, Batr.See also LSJ Supp.
ShortDef
white-coated
Debugging
Headword:
λευκοχίτων
Headword (normalized):
λευκοχίτων
Headword (normalized/stripped):
λευκοχιτων
IDX:
19518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19538
Key:
leukoxi/twn
Data
{'content': 'λευκοχίτων\n λευκο-χίτων (ῐ), ωνος,\n white-coated, Batr.See also LSJ Supp.', 'key': 'leukoxi/twn'}