Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχροος
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
View word page
λεύκοφρυς
λεύκοφρυς λεύκ-οφρυς, υ, white-browed, Orac. ap. Hdt.
ShortDef
white-browed
Debugging
Headword:
λεύκοφρυς
Headword (normalized):
λεύκοφρυς
Headword (normalized/stripped):
λευκοφρυς
IDX:
19517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19537
Key:
leu/kofrus
Data
{'content': 'λεύκοφρυς\n λεύκ-οφρυς, υ,\n white-browed, Orac. ap. Hdt.', 'key': 'leu/kofrus'}