Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχροος
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
View word page
λευκοφαής
λευκοφαής λευκο-φαής, ές φάος white-gleaming, Eur.

ShortDef

white-gleaming

Debugging

Headword:
λευκοφαής
Headword (normalized):
λευκοφαής
Headword (normalized/stripped):
λευκοφαης
IDX:
19515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19535
Key:
leukofah/s

Data

{'content': 'λευκοφαής\n λευκο-φαής, ές\n φάος\n white-gleaming, Eur.', 'key': 'leukofah/s'}