Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχροος
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
View word page
λευκότροφος
λευκότροφος λευκό-τροφος, ον τρέφομαι white-growing, Ar.
ShortDef
white-growing
Debugging
Headword:
λευκότροφος
Headword (normalized):
λευκότροφος
Headword (normalized/stripped):
λευκοτροφος
IDX:
19514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19534
Key:
leuko/trofos
Data
{'content': 'λευκότροφος\n λευκό-τροφος, ον\n τρέφομαι\n white-growing, Ar.', 'key': 'leuko/trofos'}