Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχροος
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
View word page
λευκότριχος
λευκότριχος λευκό-τρῐχος, ον v. λευκόθριξ.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκότριχος
Headword (normalized):
λευκότριχος
Headword (normalized/stripped):
λευκοτριχος
IDX:
19513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19533
Key:
leuko/trixos

Data

{'content': 'λευκότριχος\n λευκό-τρῐχος, ον\n v. λευκόθριξ.', 'key': 'leuko/trixos'}