Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχροος
λευκόχρως
λευκόω
View word page
λευκόστικτος
λευκόστικτος λευκό-στικτος, ον στίζω grizzled, Eur.
ShortDef
grizzled
Debugging
Headword:
λευκόστικτος
Headword (normalized):
λευκόστικτος
Headword (normalized/stripped):
λευκοστικτος
IDX:
19511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19531
Key:
leuko/stiktos
Data
{'content': 'λευκόστικτος\n λευκό-στικτος, ον\n στίζω\n grizzled, Eur.', 'key': 'leuko/stiktos'}