Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
View word page
λευκόπτερος
λευκόπτερος λευκό-πτερος, ον πτερόν white-winged, of a ship, Eur.:—generally, white, Aesch., Eur.

ShortDef

white-winged

Debugging

Headword:
λευκόπτερος
Headword (normalized):
λευκόπτερος
Headword (normalized/stripped):
λευκοπτερος
IDX:
19508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19528
Key:
leuko/pteros

Data

{'content': 'λευκόπτερος\n λευκό-πτερος, ον\n πτερόν\n white-winged, of a ship, Eur.:—generally, white, Aesch., Eur.', 'key': 'leuko/pteros'}