Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
View word page
λευκόπους
λευκόπους λευκό-πους, white-footed, bare-footed, Eur.

ShortDef

white-footed, bare-footed

Debugging

Headword:
λευκόπους
Headword (normalized):
λευκόπους
Headword (normalized/stripped):
λευκοπους
IDX:
19507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19527
Key:
leuko/pous

Data

{'content': 'λευκόπους\n λευκό-πους,\n white-footed, bare-footed, Eur.', 'key': 'leuko/pous'}