Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφόρος
View word page
λευκόπηχυς
λευκόπηχυς λευκό-πηχυς, υ, gen. εως, white-armed, Eur.

ShortDef

white-armed

Debugging

Headword:
λευκόπηχυς
Headword (normalized):
λευκόπηχυς
Headword (normalized/stripped):
λευκοπηχυς
IDX:
19506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19526
Key:
leuko/phxus

Data

{'content': 'λευκόπηχυς\n λευκό-πηχυς, υ,\n gen. εως, white-armed, Eur.', 'key': 'leuko/phxus'}