Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
λευκοφαής
View word page
λευκόπετρον
λευκόπετρον λευκό-πετρον, ου, τό, πέτρα a white rock, Polyb.
ShortDef
a white rock
Debugging
Headword:
λευκόπετρον
Headword (normalized):
λευκόπετρον
Headword (normalized/stripped):
λευκοπετρον
IDX:
19505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19525
Key:
leuko/petron
Data
{'content': 'λευκόπετρον\n λευκό-πετρον, ου, τό,\n πέτρα\n a white rock, Polyb.', 'key': 'leuko/petron'}