λευκοπάρειος
λευκοπάρειος
λευκο-πάρειος, Ionic -ῃος, ον
παρειά
fair-cheeked, Anth.
{
"content": "λευκοπάρειος\n λευκο-πάρειος, Ionic -ῃος, ον\n παρειά\n fair-cheeked, Anth.",
"key": "leukopa/reios"
}