Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότριχος
λευκότροφος
View word page
λευκοπάρειος
λευκοπάρειος λευκο-πάρειος, Ionic -ῃος, ον παρειά fair-cheeked, Anth.

ShortDef

fair-cheeked

Debugging

Headword:
λευκοπάρειος
Headword (normalized):
λευκοπάρειος
Headword (normalized/stripped):
λευκοπαρειος
IDX:
19504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19524
Key:
leukopa/reios

Data

{'content': 'λευκοπάρειος\n λευκο-πάρειος, Ionic -ῃος, ον\n παρειά\n fair-cheeked, Anth.', 'key': 'leukopa/reios'}