Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκογραφέω
Λευκοθέα
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
View word page
λευκόν
λευκόν λευκόν, οῦ, white, as a colour, τὸ λ. οἶδεν knows black from white, Ar. a white dress, λευκὸν ἀμπέχει are dressed in white, Ar.

ShortDef

(subst.) eggwhite, white of the eye, white dress,..

Debugging

Headword:
λευκόν
Headword (normalized):
λευκόν
Headword (normalized/stripped):
λευκον
IDX:
19502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19522
Key:
leuko/n

Data

{'content': 'λευκόν\n λευκόν, οῦ,\n white, as a colour, τὸ λ. οἶδεν knows black from white, Ar.\n a white dress, λευκὸν ἀμπέχει are dressed in white, Ar.', 'key': 'leuko/n'}