Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λευκίτης
λευκογραφέω
Λευκοθέα
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκόστικτος
View word page
λευκόλοφος
λευκόλοφος λευκό-λοφος, ον white-crested, Ar.:—as Subst. λευκόλοφον, τό, a white hill, Anth.
ShortDef
white-crested
Debugging
Headword:
λευκόλοφος
Headword (normalized):
λευκόλοφος
Headword (normalized/stripped):
λευκολοφος
IDX:
19501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19521
Key:
leuko/lofos
Data
{'content': 'λευκόλοφος\n λευκό-λοφος, ον\n white-crested, Ar.:—as Subst. λευκόλοφον, τό, a white hill, Anth.', 'key': 'leuko/lofos'}