Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεύκιππος
λευκίτης
λευκογραφέω
Λευκοθέα
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
View word page
λευκολόφας
λευκολόφας = λευκόλοφος, Eur.
ShortDef
white-crested
Debugging
Headword:
λευκολόφας
Headword (normalized):
λευκολόφας
Headword (normalized/stripped):
λευκολοφας
IDX:
19500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19520
Key:
leukolo/fas
Data
{'content': 'λευκολόφας\n = λευκόλοφος, Eur.', 'key': 'leukolo/fas'}