Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίτης
λευκογραφέω
Λευκοθέα
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
View word page
λευκόλινον
λευκόλινον λευκό-λῐνον, ου, τό, white flax for ropes and rigging, Hdt.
ShortDef
white flax
Debugging
Headword:
λευκόλινον
Headword (normalized):
λευκόλινον
Headword (normalized/stripped):
λευκολινον
IDX:
19499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19519
Key:
leuko/linon
Data
{'content': 'λευκόλινον\n λευκό-λῐνον, ου, τό,\n white flax for ropes and rigging, Hdt.', 'key': 'leuko/linon'}