Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίτης
λευκογραφέω
Λευκοθέα
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
λευκόπτερος
View word page
λευκοκύμων
λευκοκύμων λεῡκο-κύμων, ον, κῦμα white with surf, Eur.

ShortDef

white with surf

Debugging

Headword:
λευκοκύμων
Headword (normalized):
λευκοκύμων
Headword (normalized/stripped):
λευκοκυμων
IDX:
19498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19518
Key:
leukoku/mwn

Data

{'content': 'λευκοκύμων\n λεῡκο-κύμων, ον,\n κῦμα\n white with surf, Eur.', 'key': 'leukoku/mwn'}