Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίτης
λευκογραφέω
Λευκοθέα
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπους
View word page
λευκόϊον
λευκόϊον λευκό-ϊον, ου, τό, for λευκὸν ἴον, literally white-violet, but used for the wall-flower, Theocr., etc. a bulbous plant, the snow-flake, Anth.

ShortDef

white-violet

Debugging

Headword:
λευκόϊον
Headword (normalized):
λευκόϊον
Headword (normalized/stripped):
λευκοιον
IDX:
19497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19517
Key:
leuko/ion

Data

{'content': 'λευκόϊον\n λευκό-ϊον, ου, τό,\n for λευκὸν ἴον, literally white-violet, but used for\n the wall-flower, Theocr., etc.\n a bulbous plant, the snow-flake, Anth.', 'key': 'leuko/ion'}