Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίτης
λευκογραφέω
Λευκοθέα
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
View word page
λευκόϊνος
λευκόϊνος λευκόϊνος (ῐ), η, ον made of λευκόϊον, Anth.

ShortDef

made of λευκόϊον

Debugging

Headword:
λευκόϊνος
Headword (normalized):
λευκόϊνος
Headword (normalized/stripped):
λευκοινος
IDX:
19496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19516
Key:
leuko/inos

Data

{'content': 'λευκόϊνος\n λευκόϊνος (ῐ), η, ον\n made of λευκόϊον, Anth.', 'key': 'leuko/inos'}