Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λευκάς
λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίτης
λευκογραφέω
Λευκοθέα
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκόπετρον
View word page
λευκοθώραξ
λευκοθώραξ λευκο-θῶραξ, ᾱκος, ὁ, ἡ, with white cuirass, Xen.
ShortDef
with white cuirass
Debugging
Headword:
λευκοθώραξ
Headword (normalized):
λευκοθώραξ
Headword (normalized/stripped):
λευκοθωραξ
IDX:
19495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19515
Key:
leukoqw/rac
Data
{'content': 'λευκοθώραξ\n λευκο-θῶραξ, ᾱκος, ὁ, ἡ,\n with white cuirass, Xen.', 'key': 'leukoqw/rac'}