Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεύκασπις
λευκάς
λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίτης
λευκογραφέω
Λευκοθέα
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
View word page
λευκόθριξ
λευκόθριξ λευκό-θριξ, τρῖχος, ὁ, ἡ, λευκότριχος, ον, white-haired, white, Eur., Ar.
ShortDef
white-haired, white
Debugging
Headword:
λευκόθριξ
Headword (normalized):
λευκόθριξ
Headword (normalized/stripped):
λευκοθριξ
IDX:
19494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19514
Key:
leuko/qric
Data
{'content': 'λευκόθριξ\n λευκό-θριξ, τρῖχος, ὁ, ἡ,\n λευκότριχος, ον, white-haired, white, Eur., Ar.', 'key': 'leuko/qric'}