Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευκανθίζω
λευκάργιλλος
λεύκασπις
λευκάς
λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίτης
λευκογραφέω
Λευκοθέα
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκόν
View word page
λευκογραφέω
λευκογραφέω λευκο-γρᾰφέω, fut. -ήσω γράφω to paint in white on a coloured ground, Arist.

ShortDef

to paint in white

Debugging

Headword:
λευκογραφέω
Headword (normalized):
λευκογραφέω
Headword (normalized/stripped):
λευκογραφεω
IDX:
19492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19512
Key:
leukografe/w

Data

{'content': 'λευκογραφέω\n λευκο-γρᾰφέω,\n fut. -ήσω\n γράφω\n to paint in white on a coloured ground, Arist.', 'key': 'leukografe/w'}