Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λευκαίνω
λευκανθής
λευκανθίζω
λευκάργιλλος
λεύκασπις
λευκάς
λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίτης
λευκογραφέω
Λευκοθέα
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
λευκόλινον
λευκολόφας
View word page
λεύκιππος
λεύκιππος λεύκ-ιππος, ον riding or driving white horses, Pind., Soph.; λ. ἀγυιαί streets thronged with white horses, Pind.
ShortDef
Leucippus
riding
Debugging
Headword:
λεύκιππος
Headword (normalized):
λεύκιππος
Headword (normalized/stripped):
λευκιππος
IDX:
19490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19510
Key:
leu/kippos
Data
{'content': 'λεύκιππος\n λεύκ-ιππος, ον\n riding or driving white horses, Pind., Soph.; λ. ἀγυιαί streets thronged with white horses, Pind.', 'key': 'leu/kippos'}