Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λευγαλέος
Λευίτης
λευκαίνω
λευκανθής
λευκανθίζω
λευκάργιλλος
λεύκασπις
λευκάς
λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίτης
λευκογραφέω
Λευκοθέα
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκοκύμων
View word page
λευκήρης
λευκήρης λευκ-ήρης, ες *ἄρω white, blanched, Aesch.

ShortDef

white, blanched

Debugging

Headword:
λευκήρης
Headword (normalized):
λευκήρης
Headword (normalized/stripped):
λευκηρης
IDX:
19488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19508
Key:
leukh/rhs

Data

{'content': 'λευκήρης\n λευκ-ήρης, ες\n *ἄρω\n white, blanched, Aesch.', 'key': 'leukh/rhs'}