Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λέσβος
λεσχάζω
λεσχηνεία
λεσχηνεύω
λέσχη
λευγαλέος
Λευίτης
λευκαίνω
λευκανθής
λευκανθίζω
λευκάργιλλος
λεύκασπις
λευκάς
λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίτης
λευκογραφέω
Λευκοθέα
View word page
λευκάργιλλος
λευκάργιλλος λευκάργῑλ(λ)ος, ον of or with white clay, Strab.

ShortDef

of or with white clay

Debugging

Headword:
λευκάργιλλος
Headword (normalized):
λευκάργιλλος
Headword (normalized/stripped):
λευκαργιλλος
IDX:
19483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19503
Key:
leuka/rgilos

Data

{'content': 'λευκάργιλλος\n λευκάργῑλ(λ)ος, ον\n of or with white clay, Strab.', 'key': 'leuka/rgilos'}