Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λεσχηνεία
λεσχηνεύω
λέσχη
λευγαλέος
Λευίτης
λευκαίνω
λευκανθής
λευκανθίζω
λευκάργιλλος
λεύκασπις
λευκάς
λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίτης
λευκογραφέω
View word page
λευκανθίζω
λευκανθίζω from λευκανθής λευκανθίζω, to have white blossoms: generally, to be white or made white, Hdt., Babr.

ShortDef

to have white blossoms

Debugging

Headword:
λευκανθίζω
Headword (normalized):
λευκανθίζω
Headword (normalized/stripped):
λευκανθιζω
IDX:
19482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19502
Key:
leukanqi/zw

Data

{'content': 'λευκανθίζω\n from λευκανθής\n λευκανθίζω,\n to have white blossoms: generally, to be white or made white, Hdt., Babr.', 'key': 'leukanqi/zw'}