Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λεσχηνεία
λεσχηνεύω
λέσχη
λευγαλέος
Λευίτης
λευκαίνω
λευκανθής
λευκανθίζω
λευκάργιλλος
λεύκασπις
λευκάς
λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίτης
View word page
λευκανθής
λευκανθής λευκ-ανθής, ές ἀνθέω white-blossoming; generally, blanched, white, Pind.; v. χνοάζω.

ShortDef

white-blossoming

Debugging

Headword:
λευκανθής
Headword (normalized):
λευκανθής
Headword (normalized/stripped):
λευκανθης
IDX:
19481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19501
Key:
leukanqh/s

Data

{'content': 'λευκανθής\n λευκ-ανθής, ές\n ἀνθέω\n white-blossoming; generally, blanched, white, Pind.; v. χνοάζω.', 'key': 'leukanqh/s'}