Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκών
ἀγλαέθειρος
ἀγλαΐα
ἀγλαΐζω
ἀγλάϊσμα
ἀγλαόγυιος
ἀγλαόδενδρος
ἀγλαόδωρος
ἀγλαόθυμος
ἀγλαόκαρπος
View word page
ἀγκύριον
ἀγκύριον Dim. of ἄγκυρα a small anchor, Luc.

ShortDef

a small anchor; pl. also anchor cables

Debugging

Headword:
ἀγκύριον
Headword (normalized):
ἀγκύριον
Headword (normalized/stripped):
αγκυριον
IDX:
195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n195
Key:
a)gku/rion

Data

{'content': 'ἀγκύριον\n Dim. of ἄγκυρα\n a small anchor, Luc.', 'key': 'a)gku/rion'}