Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λέρνα
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λεσχηνεία
λεσχηνεύω
λέσχη
λευγαλέος
Λευίτης
λευκαίνω
λευκανθής
λευκανθίζω
λευκάργιλλος
λεύκασπις
λευκάς
λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
View word page
λευγαλέος
λευγαλέος λευγᾰλέος, α, ον akin to λυγρός in sad or sorry plight, wretched, pitiful, dismal, Od.:—adv., so, λευγαλέως χωρεῖν to go in ill plight, Il.

ShortDef

in sad or sorry plight, wretched

Debugging

Headword:
λευγαλέος
Headword (normalized):
λευγαλέος
Headword (normalized/stripped):
λευγαλεος
IDX:
19478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19498
Key:
leugale/os

Data

{'content': 'λευγαλέος\n λευγᾰλέος, α, ον\n akin to λυγρός\n in sad or sorry plight, wretched, pitiful, dismal, Od.:—adv., so, λευγαλέως χωρεῖν to go in ill plight, Il.', 'key': 'leugale/os'}