Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτύνω
λεπύριον
λεπυριώδης
λέπυρον
λέπω
Λέρνα
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λεσχηνεία
λεσχηνεύω
λέσχη
λευγαλέος
Λευίτης
λευκαίνω
View word page
Λέσβιος
Λέσβιος Λέσβιος, α, ον Lesbian, of Lesbos, Hdt., etc.
ShortDef
Lesbian, of Lesbos
Debugging
Headword:
Λέσβιος
Headword (normalized):
λέσβιος
Headword (normalized/stripped):
λεσβιος
IDX:
19470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19490
Key:
le/sbios
Data
{'content': 'Λέσβιος\n Λέσβιος, α, ον\n Lesbian, of Lesbos, Hdt., etc.', 'key': 'le/sbios'}