Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτύνω
λεπύριον
λεπυριώδης
λέπυρον
λέπω
Λέρνα
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λεσχηνεία
λεσχηνεύω
λέσχη
λευγαλέος
Λευίτης
View word page
Λεσβιάζω
Λεσβιάζω Λεσβιάζω, fut. -σω to imitate Sappho (the Lesbian poetry), Ar. from λέσβιος
ShortDef
to imitate Sappho
Debugging
Headword:
Λεσβιάζω
Headword (normalized):
λεσβιάζω
Headword (normalized/stripped):
λεσβιαζω
IDX:
19469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19489
Key:
*lesbia/zw
Data
{'content': 'Λεσβιάζω\n Λεσβιάζω,\n fut. -σω\n to imitate Sappho (the Lesbian poetry), Ar.\n from λέσβιος', 'key': '*lesbia/zw'}